Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

4.1.3. Η δοκιμασία

Η δοκιμασία

Ούτε μέρα ούτε νύχτα η Eralin δεν έβρισκε πια την ευλογημένη ανάπαυση! Τη νύχτα ξυπνούσε αλαφιασμένη από εφιάλτες ανείπωτου τρόμου, έναν εφιάλτη με σάρκα και οστά που δεν είχε την δύναμη να αποτινάξει! Την ημέρα οι εικόνες πόνου και θλίψης που αντίκριζε την έκαναν να ματώνει εσωτερικά, σαν μια τεράστια πληγή που δεν μπορούσε να επουλώσει όσο κι αν προσπαθούσε. Ένιωθε τύψεις για ότι συνέβη στο χωριό, για τα βασανιστήρια που υπέφεραν οι χωρικοί και τα παιδιά τους. Αυτό που έκαναν εκείνοι οι ιερείς ήταν εντελώς απάνθρωπο! Ένιωθε ανίκανη να τους προστατέψει πλέον.

Με τα μάτια δεμένα και τελείως ευάλωτη στα χέρια των Πρωτογέννητων άκουγε τον γρήγορο καλπασμό των αλόγων καθώς την μετέφεραν στο κάστρο τους για να περάσει την δοκιμασία. Είχε την εντύπωση πως η μυρωδιά από το αίμα των θυμάτων έφτασε ως τα ρουθούνια της και την έκανε να αναγουλιάσει για μια στιγμή από αηδία. Πως θα τους ξανά αντίκριζε; Πως θα κοίταζε στα μάτια τις μανάδες που είδαν τα παιδιά τους να βασανίζονται μέχρι θανάτου; Δεν τους άξιζε να υποφέρουν έτσι.
‘’Είναι τόσο άδικο!’’ ξεφύσηξε μελαγχολικά. Κάτω από την πίεση αυτών των συναισθημάτων, τα αποθέματα καλοσύνης που είχε άρχισαν να εξαντλούνται. Η συνηθισμένη κακοκεφιά της εξελίχθηκε σε μίσος για τους ιερείς που προκάλεσαν τόσο πόνο σε αυτούς τους αθώους ανθρώπους!

Καθώς τα λεπτά περνούσαν το μυαλό της στροβιλιζόταν σ’ ένα λαβύρινθο από εκατοντάδες σκέψεις. Σκεφτόταν πως δεν αγαπούσε τον Pendragon, αλλά κάτι μέσα της εκείνη την στιγμή που φώναξε ‘’Εγώ!’’ την έσπρωξε να δεχτεί την πρόκληση της δοκιμασίας. Ίσως ήταν η ευγνωμοσύνη που ένιωσε, τότε που έσωσε την LAureanna από εκείνον τον απαίσιο χοντρό τύπο. Δεν ήξερε πλέον τι να σκεφτεί… Ήθελε τόσο πολύ να επικεντρωθεί στον αρχικό σκοπό της που ήταν η ολοκλήρωση της ασπίδας και όλα πήγαιναν εδώ και πολύ καιρό εναντίον της! Και όσο κι αν ήθελε να βρει  τα κομμάτια που έλειπαν τόσο κάτι συνέβαινε όλη την ώρα που την απομάκρυνε από αυτόν τον στόχο, σαν να την έσπρωχνε επίτηδες προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ώρες αργότερα βρέθηκε εντελώς γυμνή σ’ έναν άγνωστο για εκείνην χώρο. Παγωμένο μέταλλο ένιωσε πάνω σε όλο της το κορμί. Το κρύο δεν διαπέρασε μόνο το σώμα αλλά και την καρδιά της. Ταραχή την κατέλαβε και πάλεψε να κρατήσει την ανάσα της σταθερή και να εμποδίσει το τρέμουλο στα χέρια της. Δεν ήταν τόσο η σωματική γύμνια που την πείραζε αλλά κυρίως το ότι ένιωθε τελείως απογυμνωμένη από κάθε πνευματική της άμυνα σα να προσπαθούσαν με αυτόν τον τρόπο να δουν την καθαρή αλήθεια πάνω της και εσωτερικά και εξωτερικά. Λαχταρούσε, μα δεν τολμούσε να χρησιμοποιήσει την όρασή της. Φοβόταν την πρώτη ματιά γύρω της. Τελικά, με μια τρελή απελπισία στην καρδιά άνοιξε γοργά τα μάτια  της και αντίκρισε απόλυτο σκοτάδι. Λίγες στιγμές αργότερα κατάλαβε πως βρισκόταν σ’ ένα σιδερένιο δωμάτιο με μερικά έπιπλα τριγύρω. Είχε παραλύσει από τον φόβο και την αγωνία. Ένιωθε πως οι λειτουργίες της σκέψης της ήταν τελείως ναρκωμένες και αρνιόταν πεισματικά να σκεφτεί το οτιδήποτε. Κουλουριάστηκε και απλά περίμενε υπομονετικά για το τι θα επακολουθήσει. Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου η πόρτα άνοιξε και κάτω από την σιδερένια θύρα εμφανίστηκε μια μαύρη φιγούρα. Της πέταξε μια κουκούλα και με προστακτικό τόνο στην φωνή του είπε ‘’Φόρα την’’.

Δάγκωσε το χείλος της, ενοχλημένη από τον τόνο του παρόλα αυτά έκανε όπως την διέταξε χωρίς να πει λέξη. Με μια βίαιη κίνηση πέρασε ένα σκοινί γύρω από τον λαιμό της και το έσφιξε.  Ένιωσε για λίγο την γνώριμη αίσθηση του πνιξίματος και ύστερα με το παγωμένο σιδερένιο γάντι του την άρπαξε από το μπράτσο και την οδήγησε προς τα έξω. Σε κάθε βήμα που έκανε αναρωτιόταν γιατί έπρεπε να τα υπομείνει όλα αυτά; Γιατί έπρεπε να αποδείξει σε αυτούς την αγάπη της; Και τι γνώριζαν στην τελική αυτοί από αγάπη;

Όταν  μπόρεσε να ξαναδεί διαπίστωσε πως βρισκόταν σ’ έναν μακρύ διάδρομο που στο τέλος του υπήρχε μια άλλη σιδερένια πόρτα. Η αγωνία της αβεβαιότητας έγινε αβάσταχτη για όσα επρόκειτο να συμβούν. Πλησίασε διστακτικά και έπιασε το πόμολο.  Αποφάσισε να σταματήσει να σκέφτεται και να εμπιστευτεί το ένστικτό της. Αυτή η σκέψη ενίσχυσε την πεποίθηση της ότι βάδιζε στον σωστό δρόμο όσο μυστηριώδης κι αν φαινόταν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε το πόμολο προς τα κάτω.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο εύκολα διέκρινε με μια γρήγορη ματιά την μεγάλη πλάκα που βρισκόταν στο κέντρο του. Βάδισε αργά προς τα εκεί και διάβασε όσα είχαν γραφτεί πάνω της με πολύ προσοχή. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τις οικείες φωνές των συντρόφων της να μιλούν μεσ’ το μυαλό της. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν στην φαντασία της αλλά οι φωνές προς μεγάλη της χαρά συνέχιζαν ν΄ ακούγονται. Κατάλαβε πως με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσαν να την δουν και αυτό της έδωσε απίστευτο κουράγιο για να συνεχίσει με όσες δυνάμεις είχε και να φτάσει ως το τέλος…

Λίγες μέρες μετά…


Καβάλα στο πανέμορφο κατάλευκο άλογο που της χάρισαν οι Πρωτογέννητοι γύρισε το κεφάλι της πίσω και κοίταξε πάνω από τον ώμο της ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο επιβλητικό μαύρο κάστρο. Θυμήθηκε το ψυχικό μαρτύριο που είχε υποστεί και ένα ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά της. ‘’ Ένας ακόμα εφιάλτης πέρασε…’’ είπε ψιθυριστά. Έπειτα γύρισε και κοίταξε τον Pendragon που ίππευε ακριβώς δίπλα της. Κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα υπέροχα μαύρα μάτια του, που έλαμπαν ακόμη περισσότερο τώρα, ένα κρυφό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της καθώς οι δυο τους χάνονταν στον ορίζοντα.